- δυσλύτων
- δύσλυτοςindissolublemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσλυτος — η, ο (AM δύσλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά») 2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.) 2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή… … Dictionary of Greek